- αναπόγραφος
- ος , ον1) не вписанный (в список и т. п.); незаписанный, незарегистрированный; 2) неучтённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναπόγραφος — η, ο (Α ἀναπόγραφος, ον) [ἀπογράφω] αυτός που δεν είναι γραμμένος σε καταλόγους, αυτός για τον οποίο δεν έγινε απογραφή νεοελλ. (για εμπορεύματα) αυτός που δεν έχει γραφεί στο δασμολόγιο … Dictionary of Greek
ἀναπόγραφον — ἀναπόγραφος not registered masc/fem acc sg ἀναπόγραφος not registered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπογράφων — ἀναπόγραφος not registered masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek